- εκτελεστικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση2. φρ. α) «εκτελεστικό απόσπασμα» — μικρή στρατιωτική δύναμη στην οποία ανατίθεται η θανατική εκτέλεση καταδίκουβ) «εκτελεστική εξουσία» — η μία από τις τρεις εξουσίες τού δημοκρατικού πολιτεύματος που έχει ως έργο την εφαρμογή τών νόμωνγ) «εκτελεστικό σήμα»ναυτ. μεμονωμένο σήμα που υψώνεται στον ιστό τού πλοίου μαζί με άλλες σημάνσεις που σημαίνουν μια πολυσύνθετη διαταγή3. το ουδ. ως ουσ. το εκτελεστικόντο ένα από τα δύο σώματα τής Προσωρινής Διοικήσεως κατά την Ελληνική Επανάσταση.
Dictionary of Greek. 2013.