εκτελεστικός

εκτελεστικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση
2. φρ. α) «εκτελεστικό απόσπασμα» — μικρή στρατιωτική δύναμη στην οποία ανατίθεται η θανατική εκτέλεση καταδίκου
β) «εκτελεστική εξουσία» — η μία από τις τρεις εξουσίες τού δημοκρατικού πολιτεύματος που έχει ως έργο την εφαρμογή τών νόμων
γ) «εκτελεστικό σήμα»
ναυτ. μεμονωμένο σήμα που υψώνεται στον ιστό τού πλοίου μαζί με άλλες σημάνσεις που σημαίνουν μια πολυσύνθετη διαταγή
3. το ουδ. ως ουσ. το εκτελεστικόν
το ένα από τα δύο σώματα τής Προσωρινής Διοικήσεως κατά την Ελληνική Επανάσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκτελεστικός — ή, ό 1. που με αυτόν εκτελείται κάτι, που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση: Εκτελεστικό απόσπασμα. 2. το ουδ. ως ουσ., εκτελεστικό διοικητική αρχή, που μαζί με το βουλευτικό αποτελούσε την «Προσωρινή Διοίκηση» στην επανάσταση του 1821 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σερίφης — Αξιωματούχος της εκτελεστικής εξουσίας σε περιοχές της Μ. Βρετανίας, Ιρλανδίας και ΗΠΑ. Η νομική τους θέση στη Μ. Βρετανία καθορίζεται από κανόνες του κοινού δικαίου και αποφάσεις της Βουλής. Στη χώρα αυτή δεν μπορούν να γίνουν σ. οι φτωχοί, οι… …   Dictionary of Greek

  • Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”